- εξονύχιση
- (-ις (-εως)] η , εξονύχισμός ο1) скрупулёзный, детальный разбор, исследование, анализ; 2) распутывание, расследование; разбирательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξονύχιση — η [εξονυχίζω] η λεπτομερής εξέταση … Dictionary of Greek
εξονύχιση — η έρευνα που γίνεται λεπτομερειακά και με κάθε ακρίβεια, λεπτολόγηση, ψιλοκοσκίνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξονυχισμός — ο [εξονυχίζω] 1. εξονύχιση 2. κόψιμο τών νυχιών υποζυγίων για να τοποθετηθούν πέταλα … Dictionary of Greek
εξονυχιστικός — ή, ό [εξονύχιση] αυτός που γίνεται με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή τών λεπτομερειών («εξονυχιστική έρευνα») … Dictionary of Greek
εξονύχισμα — το [εξονυχίζω] εξονύχιση … Dictionary of Greek
εξονυχισμός — ο η εξονύχιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξονύχισμα — το, ατος η εξονύχιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)